- επιδιαφέρομαι
- ἐπιδιαφέρομαι (Α)(για πλοίο) μεταφέρομαι από μια θάλασσα σε άλλη συρόμενος πάνω στον ισθμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδιαφερομένας — ἐπιδιαφερομένᾱς , ἐπιδιαφέρομαι go pres part mp fem acc pl ἐπιδιαφερομένᾱς , ἐπιδιαφέρομαι go pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)